τουρκόγυφτος

τουρκόγυφτος
ο θηλ. τουρκογύφτισσα
1. γύφτος (εξευτελιστικότερα) ή γύφτος μουσουλμάνος.
2. άνθρωπος ακάθαρτος στο σώμα και την ψυχή: Βρομάει σαν τουρκόγυφτος.
3. το θηλ., κάθε γυναίκα βρόμικη και άσχημη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τουρκόγυφτος — ο, θηλ. τουρκογύφτισσα, η, Ν 1. γύφτος, τσιγγάνος μουσουλμάνος 2. μτφ. άνθρωπος άσχημος και βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γύφτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”